- μορεΐδες
- Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, συγγενής με τους ουρτικίδες, που περιλαμβάνει κυρίως είδη των τροπικών περιοχών. Από τα πιο αξιόλογα γένη είναι: η μορεά (μουριά), ο φίκος (συκιά κλπ.), ο αρτόκαρπος, η κεκροπία, η βρουσσονετία, η μακλούρα κ.ά.
Οι μ. είναι κατά το μεγαλύτερο ποσοστό φυτά ξυλώδη, δέντρα και θάμνοι, πολύ σπάνια πόες· έχουν φύλλα κυρίως λοβώδη, χαρακτηριστικά τραχιά, και μερικά γένη, όπως ο φίκος ο ελαστικοφόρος, φέρουν γαλακτοφόρα αγγεία χωρίς διαφράγματα, ικανά να δώσουν άφθονο γαλακτούχο χυμό ή ελαστικό κόμμι (κομμεορητίνες). Τα απέταλα άνθη είναι χωριστά άρρενα και θήλεα (δίκλινα), και βρίσκονται είτε πάνω στο ίδιο φυτό (μόνοικα) είτε σε διαφορετικά (δίοικα), τα θήλεα είναι συνήθως διατεταγμένα κατά κεφαλιόμορφες ή κλειστές συκόμορφες ταξιανθίες (π.χ. σύκο).
Οι καρποί είναι είτε σύνθετοι (μούρο της μουριάς) είτε κυαθοειδείς ταξικαρπίες (σύκο) και άλλοτε δρύπες ή ακόμα και αχαίνια.
Από τα φυτά της οικογένειας των μορεϊδών, τις μεγαλύτερες διαστάσεις αποκτούν τα είδη του γένους φίκος. Στη φωτογραφία, ο φίκος ο ιερός που καλλιεργείται και στην Ελλάδα.
Dictionary of Greek. 2013.